σοντόκου

σοντόκου
το, Ν
άκλ. ιατρ. λοιμώδες νόσημα, συχνό στην Κίνα και στην Ιαπωνία, το οποίο μεταδίδεται με το δήγμα τρωκτικών και οφείλεται στο βακτηρίδιο Spirillum minus, το μόνο παθογόνο για τον άνθρωπο σπειρύλλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sodoku < ιαπ. sodoku < κινεζ. shue «μεγάλος ποντικός» + tuk «δηλητήριο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”